- λινέῃ
- λίνεοςof flaxfem dat sg (epic ionic)λίνεοςof flaxfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λινούς — ή, oύv (AM λινοῡς, ῆ, ούν, Α ασυναίρ. τ. λίνεος, έα, ον, θηλ. και έη) [λίνον] κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, λινός («ίματίῳ λινῷ», Πλάτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ λινέη μέτρο, κορδέλα που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές … Dictionary of Greek